- Ιουλιανός
- ο1. κύριο όνομα.2. όνομα αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰουλιανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιουλιανός των Μεδίκων — (1479 – 1516). Φλωρεντινός ευγενής. Ήταν ο τρίτος γιος του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπή και αδελφός του Πέτρου και του Ιωάννη, γνωστού και με το παπικό όνομα Λέων I’. Όταν ο Πέτρος διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο (1492 94), έδειξε τέτοια… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στον Ιούλιο Καίσαρα: Ιουλιανό ημερολόγιο. 2. αυτός που αναφέρεται στο μήνα Ιούλιο: Ιουλιανή επανάσταση. – Ιουλιανό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σάλβιος Ιουλιανός — (Salvius Julianus). Βλ. λ. Ιουλιανός … Dictionary of Greek
Δίδιος, Ιουλιανός — (Marcus Didius Salvius Julianus, 133 – 193 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (193). Έγινε αυτοκράτορας εξαγοράζοντας τον θρόνο σε δημοπρασία, και τον κράτησε επί 60 ημέρες (κατά άλλους επί 7 μήνες). Έπειτα από λίγους μήνες δολοφονήθηκε, όπως και ο… … Dictionary of Greek
Ἰουλιανοῖο — Ἰουλιανός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουλιανοί — Ἰουλιανός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουλιανοῦ — Ἰουλιανός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουλιανούς — Ἰουλιανός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)